- ημίστιχο
- τοτο ημιστίχιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + στίχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημίστιχο — το βλ. ημιστίχιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημιστίχιο ή ημίστιχο — Όρος της μετρικής για την ονομασία του μισού στίχου. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τον αλεξανδρινό εξασύλλαβο, που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τμήμα του ολόκληρου στίχου και αποτελείται από δύο τρισύλλαβους πόδες. Ο όρος… … Dictionary of Greek
ημιστίχιο — και ημίστιχο, το (AM ἡμιστίχιον και ἡμίστιχον) μισός στίχος, το ένα από τα δύο τμήματα μετρικού στίχου, η μισή γραμμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στίχος] … Dictionary of Greek
κωλάριον — κωλάριον, τὸ (Α) [κώλον] τμήμα στίχου, ημίστιχο … Dictionary of Greek
ημιστίχιο, το — και ημίστιχο το μισός στίχος ποιήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)